- ἐμποδοῦντες
- ἐμποδέωas if fetteredpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποδώ — ἐμποδῶ ( έω) (Μ) εμποδίζω («αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν εἰσιν οἱ ἐμποδοῡντες ἡμᾱς», Δούκ.) … Dictionary of Greek